ΕΝΩΠΙΟΝ ΜΑΣ (ΓΕΝΕΣΙΣ)
Το δέντρο της ζωής, καταμεσίς, θαλερό και προσβάσιμο (Γ2,9). Δεν είναι η διάρκεια, σκέφτηκε, που ενοχλεί, είναι η γνώση.
Η γνώση, θα έρθει με ποινή την συνείδηση θανάτου (Γ2,17).
Με αναφορά σε ηθική διάσταση που προϋπάρχει, ακόμα όμως απερίγραπτη.
Μα αυτή είναι και η γνώση που μας επείγει, η γνώση που γεννά.
Η άγνοια του κακού, μας υποβιβάζει, αίρει την επιλογή και την ελευθερία της.
Αυτοματοποιεί. Αποικοδομεί και μηδενίζει. Σκελετώνει την ύπαρξή μας την ίδια.
Είσαι άραγε, αδερφέ μου, αυτοσκοπός? Σημαίνεις?
Η γνώση, η ακμή της διάνοιας, η αλληλοτομία των σκέψεων, θα διακρίνει άμεσα.
Και θα πριμοδοτήσει. Διάρκεια υποταγμένη σε βύθιση υπνωτική, θα καταλήξει.
Η γνώση λοιπόν. Επί ποινή.
Μα ο πρόξενος ουδέποτε εψεύσθη (Γ3,5), κι ας ήταν ήδη φτιαγμένος πανούργος (Γ3,1). Πανούργος, όχι όμως και ψεύτης.
Οι καρποί ήταν όλοι εύγευστοι και τα δέντρα ωραία στην εμφάνιση (Γ2,9). Καμμία όχληση στην αδιατάρακτη αυτή, εκτός γνώσης, προοπτική. Χωρίς καν δικαίωμα σε πρώιμη αισθητική.
Μα με την γνώση, γίναμε Θεοί ως προς αυτήν και μόνο πια η διάρκεια μας χώριζε...
Μεγάλη μας η τύχη, εκδιωχθήκαμε.
Και απέμεινε ο κήπος από ανθρώπους έρημος, μα όμορφος. Και γλύτωσε ο άνθρωπος από μια διάρκεια περίκλειστη, χαυνωτική και υπαγορευμένη, σαν που δεν υπάρχει άλλη πλην των θηρίων σε αιχμαλωσία.
Και για να πιστέψουμε στην βαθιά αυτή μας απώλεια, στο συντελεσμένο πια σφάλμα και αμάρτημα, φαντασιακά πλάσματα με πύρινα ξίφη που περιστρέφονται (Γ3,24) περιμένουν στην επιστροφή μας.
Δεν μας αφορά αυτό αδερφέ μου, ποτέ μας πια δεν θα γυρίσουμε.
Θα κρίνουμε, θα αμαρτήσουμε, μπορεί ίσως βαθιά.
Θα υποστούμε την αυθαίρετη ευμένεια (Γ4,4), οι κανόνες μας θα ανελίσσονται σε σπείρα κοπιώδη και χάρη υπέρτατη μόνο στους δύο εκείνους. Και στην πράξη τους.
Δεν θα δεχόμαστε το έλεος για ζωή (Γ7,21), και θα διαλέγουμε τις λέξεις. Μέχρι θα πολεμάμε γι’ αυτές.
Η εκδίκησή μας θα γνωρίζει όρια, οι θεματοφύλακες κανοναρχούν. Θα γιορτάζουμε και θα ρωτάμε μεταξύ μας πώς. Θα προχωράμε ξεδιαλύνοντας.
Και αν έρθει η ώρα της λαίλαπας, στην λαμπρότερη μάχη θα ριχτούμε όπως δεν φανταζόμασταν ότι μπορούμε.
Και όσοι έτσι πιστέψουν, θα ζήσουν την επόμενη ενώπιόν μας (Γ10,8).